τορπιλίζω

τορπιλίζω
τορπίλισα, τορπιλίστηκα, τορπιλισμένος
1. εκσφενδονίζω τορπίλη: Τορπίλισε, δίοπε, την πρώτη (τορπίλη).
2. ανατινάζω με τορπίλη: Η «Έλλη» τορπιλίστηκε.
3. μτφ., με ύπουλες ενέργειες ματαιώνω κάτι: Τορπιλίστηκαν οι διαπραγματεύσεις.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τορπιλίζω — τορπιλίζω, τορπίλισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”